Κλείσιμο

Ελένη Μπόνε

30 May, 2020

Ξεσπάσματα Θυμού: Αποκωδικοποιώντας τα παιδιά !

Δεν είναι σπάνια η εικόνα ενός παιδιού που ξαφνικά κι ενώ το προηγούμενο μόλις δευτερόλεπτο έπαιζε και “κελαηδούσε” χαρούμενο αλλάζει πλήρως στην όψη του, ξεσπάει σε κλάματα ή και σε φωνές, διαμαρτύρεται εντόνως ή ακόμη πέφτει στο πάτωμα χτυπώντας το κεφάλι και τα άκρα του. Όποιος έχει αναλάβει το γονεϊκό ρόλο ή τη φροντίδα ενός μικρού παιδιού έχει βιώσει μία τέτοια συνθήκη σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Αυτό, ωστόσο, που είναι σπάνιο είναι η άνεση των γονέων στο πώς θα αντιδράσουν και θα διαχειριστούν μία τέτοια συμπεριφορά, αφού συναισθήματα όπως ο πανικός, η αγωνία, η απορία, η απογοήτευση, η στενοχώρια ή ακόμη και ο θυμός μπορεί να μας κατακλύσουν και να αναστείλουν την αντίδρασή μας. Για το λόγο αυτό είναι σημαντικό καταρχάς να αναγνωρίσουμε και να αντιληφθούμε τί είναι αυτό που συμβαίνει. Ο συνήθης πλέον όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την παραπάνω κατάσταση είναι ο όρος τάντρουμ (tantrum). Τι είναι το τάντρουμ Από το αγγλικό tantrum που σημαίνει ξέσπασμα, έκρηξη θυμού ή οργής. Πρόκειται για ξαφνική και έντονη στην εκδήλωσή της συναισθηματική εκφόρτιση, η οποία συμβαίνει απροειδοποίητα και συχνά τελειώνει τόσο γρήγορα όσο αστραπιαία ξεκίνησε. Στη βιβλιογραφία συναντάται επίσης και ο όρος αισθητηριακή κατάρρευση (meltdown) ο οποίος περιγράφει μία έκρηξη του παιδιού η οποία ωστόσο δεν είναι στοχευμένη προς κάποιο άτομο ή την ικανοποίηση κάποιας απαίτησής του και θα λέγαμε ότι είναι μία συμπεριφορά η οποία απευθύνεται περισσότερο προς τον εαυτό του. Σε κάθε περίπτωση, το ζητούμενο για το γονέα αποτελεί η διαχείριση αυτής της συμπεριφοράς. Ας την αποκωδικοποιήσουμε λοιπόν. Η τυπική ηλικία στην οποία εμφανίζονται αυτές οι εκρήξεις είναι γύρω στα δύο έτη του παιδιού, εξακολουθούν δε και στην προσχολική ηλικία αλλά με πιο αραιή συνήθως συχνότητα και ένταση. Γιατί συμβαίνουν αυτές οι εκρήξεις Τα ξεσπάσματα αυτά είναι για τα μικρά παιδιά ένας τρόπος να διαχειριστούν την ένταση που βιώνουν στο σώμα τους. Ένταση η οποία είναι για αυτά πρωτόγνωρη και συνεπώς χρειάζονται από μας βοήθεια να τη διαχειριστούν. Χρειάζεται, λοιπόν, να τους δείξουμε ότι μπορούν να την αντέξουν καθώς και τρόπους να τη μεταβολίσουν ψυχικά. Το μικρό παιδί που βιώνει έντονα και κατακλυσμιαία συναισθήματα, όπως το φόβο, την αίσθηση της απόρριψης, τον ενθουσιασμό, αλλά ακόμη και αισθητηριακά ερεθίσματα όπως μεγάλη κόπωση, αίσθημα πείνας ή ανάγκη για ύπνο, δε διαθέτει ακόμη τους γνωστικούς μηχανισμούς που θα του επιτρέψουν να αντιληφθεί ότι δεν απειλείται πραγματικά από αυτά. Συνεπώς, αισθάνεται ότι δεν μπορεί να τα αντέξει και ότι απειλείται η σωματοψυχική του ύπαρξη. Συσσωρεύεται, λοιπόν, συναισθηματική ένταση η οποία δεν εκφράζεται αμέσως τη στιγμή που το άτομο τη βιώνει, πυροδοτείται από φαινομενικά ασήμαντες αφορμές και εκφράζεται διαμέσου του σώματος από το παιδί με τους παραπάνω τρόπους. Γεγονότα που μπορούν να συντελέσουν στη δημιουργία αυτών των συναισθημάτων μπορεί να αποτελούν σημαντικά συμβάντα όπως για παράδειγμα ο ερχομός ενός νέου μέλους στην οικογένεια, η επιστροφή της μητέρας στην εργασία της, μία σύγκρουση μεταξύ των γονέων αλλά και άλλα λιγότερο “ορατά” σε μας τους ενήλικες γεγονότα. Τέτοια μπορεί να είναι η περιορισμένη ενασχόλησή μας και φροντίδα προς το παιδί όπως αυτή ορίζεται από το εκάστοτε παιδί που έχουμε απέναντί μας ή ακόμη και μία προσλαμβανόμενη απειλή προς το γονέα (θα μπορούσε να είναι ακόμη κι ένα υβριστικό σχόλιο από ένα διερχόμενο οδηγό) η οποία ανακινεί συναισθήματα φόβου και αγωνίας στο παιδί. Η μη κατακτηθείσα ακόμη γλωσσική ικανότητα είναι ένας επιπλέον παράγοντας που συντελεί στην εμφάνιση των παραπάνω συμπεριφορών. Το μικρό παιδί πολύ απλά δε διαθέτει το γλωσσικό κώδικα ώστε να επικοινωνήσει αποτελεσματικά το συναίσθημα και την ανάγκη του. Σε αυτή την περίπτωση, όσο καλύτερη είναι η σύνδεση του ενήλικα με το παιδί τόσο περισσότερο θα μπορεί ο δεύτερος να κατανοήσει την ανάγκη του παιδιού βασιζόμενος σε εξωλεκτικούς τρόπους επικοινωνίας όπως είναι η βλεμματική επαφή και οι χειρονομίες. Η λύση Κατ’ αρχάς, είναι σημαντικό να αποσαφηνίσουμε και να κατανοήσουμε πραγματικά ότι η λύση δε βρίσκεται στη στιγμιαία δράση τη στιγμή της κρίσης. Σίγουρα, υπάρχουν κάποιες συμπεριφορές με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα σε σχέση με κάποιες άλλες που θα οξύνουν περισσότερο τη συμπεριφορά του παιδιού, αλλά το αίτημα μιας μεμονωμένης παρέμβασης τη στιγμή της έντασης με επιτυχή έκβαση και καταλυτική δράση μελλοντικά είναι ανεδαφικό. Αρχικά, είναι σημαντικό να αντιληφθούμε τις παραπάνω εξάρσεις ως φυσιολογικές στο βαθμό που επί της ουσίας αποτελούν ένα μέσο να επικοινωνήσει το παιδί στο περιβάλλον του μια ανάγκη η οποία διαφορετικά θα παραβλεπόταν και θα έμενε ακάλυπτη. Ασφαλώς, αυτό δε σημαίνει ότι τις αφήνουμε να συμβαίνουν αλλά το να τις αποδεχθούμε και να τις αποκωδικοποιήσουμε είναι η αρχή της λύσης. Στα επόμενα δύο άρθρα που ακολουθούν και αποτελούν τη συνέχεια του παρόντος κειμένου θα εστιάσουμε σε ενδεδειγμένες μεθόδους και πρακτικές παρέμβασης τόσο στη στιγμή της κρίσης όσο και μακροπρόθεσμα. Για να μεταβείτε στην πηγή του άρθρου πατήστε: εδώ